- κρηνίς
- κρηνίς, ίδος, ἡ, Quellnymphen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κρηνίς — κρηνίς, ῑδος, ἡ (Α) [κρήνη] 1. η κρήνη («πῶς ἂν δροσερᾱς ἀπὸ κρηνῑδος», Ευρ.) 2. (στον πληθ. ως τοπων.) αἱ Κρηνῑδες ή Κρηνίδες η πόλη Φίλιπποι τής Μακεδονίας («ὅτι πλεῑστα μέταλλά ἐστι χρυσοῡ ἐν ταῑς Κρηνῑσιν», Στράβ.) … Dictionary of Greek
Κρηνίς — Fr.anon. fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηνίς — κρηνί̱ς , κρηνίς Fr.anon. fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηνῖδας — κρηνίς Fr.anon. fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηνῖδες — κρηνίς Fr.anon. fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηνῖδος — κρηνίς Fr.anon. fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρηνίδα — Κρηνίς Fr.anon. fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρηνίδας — Κρηνίς Fr.anon. fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρηνίδες — Κρηνίς Fr.anon. fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρηνίδος — Κρηνίς Fr.anon. fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρηνίδων — Κρηνίς Fr.anon. fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)